Σε συζήτηση με τον Ευρωπαίο Επίτροπο για την υγεία και την ασφάλεια των τροφίμων κ. Vytenis Andriukaitis, τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών (ΕτΠ) εξέφρασαν την υποστήριξή τους σε μια ενωσιακή πολιτική βιώσιμων τροφίμων. Απαιτείται κοινό και μακροπρόθεσμο όραμα, καθώς η ΕΕ αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα αγροτικών προϊόντων στον κόσμο και πρέπει να εξασφαλίσει βιώσιμη παραγωγή, διαφυλάσσοντας παράλληλα τη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων και την ισορροπημένη εδαφική ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών της ΕΕ και των κοινοτήτων τους.
Ανοίγοντας τη συζήτηση, ο Πρόεδρος της ΕτΠ κ. Markku Markkula δήλωσε τα εξής: «Χρειαζόμαστε ριζική μεταρρύθμιση του τομέα των τροφίμων μας ώστε να μειώσουμε το περιβαλλοντικό του αποτύπωμα, να προσθέσουμε νέες θέσεις εργασίας στα εκατομμύρια των ήδη απασχολούμενων σε αυτόν τον κλάδο και να εφοδιάσουμε επαρκώς κάθε πολίτη με υγιεινά τρόφιμα για πολλά χρόνια ακόμα. Για μια πραγματικά βιώσιμη ενωσιακή πολιτική τροφίμων, πρέπει να καταστήσουμε τις αλυσίδες εφοδιασμού πιο καινοτόμες και ψηφιακά υποστηριζόμενες, να επενδύσουμε περισσότερο στην ανάπτυξη του γεωργικού μας τομέα σε τοπικό επίπεδο και να ενσωματώσουμε κάθε σχετικό τομέα πολιτικής ώστε να υποστηρίζει, και όχι να επιβαρύνει, τους βιοτικούς πόρους των περιφερειών και των πόλεών μας».
Λόγω του αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού, το ζήτημα του βιώσιμου εφοδιασμού όλων των πολιτών με επαρκείς ποσότητες υγιεινών τροφίμων καθίσταται ολοένα επιτακτικότερο. Μεταξύ των 17 μετρήσιμων Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης που αποσκοπούν στην εξάλειψη της φτώχειας, την προστασία του πλανήτη και την εξασφάλιση ευημερίας για όλους, τους οποίους υιοθέτησε ο ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο του 2015, εννέα σχετίζονται με τη γεωργία. Τα βιώσιμα τρόφιμα είναι βιολογικά, τοπικά και φρέσκα.
«Χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη, βιώσιμη πολιτική τροφίμων της ΕΕ, η οποία να καλύπτει την παραγωγή τροφίμων και τη διατροφή με πιο ολοκληρωμένο τρόπο, με την προώθηση πιο βιώσιμων προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης, με τη διασύνδεση των διαφόρων τομέων πολιτικής, όπως, μεταξύ άλλων, η παραγωγή τροφίμων, η γεωργία, το περιβάλλον, η υγεία, η πολιτική για τους καταναλωτές, η απασχόληση και η ανάπτυξη της υπαίθρου, η δημιουργία θέσεων εργασίας και η επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης στις περιφέρειες και τους δήμους της Ευρώπης», τόνισε ο κ. Arno Kompatscher (IT/EPP) , Πρόεδρος της αυτόνομης επαρχίας Μπολτσάνο και περιφερειακός σύμβουλος, εισηγητής της γνωμοδότησης της ΕτΠ που υιοθετήθηκε σήμερα στη σύνοδο ολομέλειάς της στις Βρυξέλλες.
Ο Ευρωπαίος Επίτροπος για την υγεία και την ασφάλεια των τροφίμων κ. Vytenis Andriukaitis παρατήρησε ότι «για να είναι οι πολίτες σε θέση να επιλέγουν υγιεινή διατροφή πρέπει να έχουν εύκολη και οικονομικά προσιτή πρόσβαση σε ασφαλή και θρεπτικά τρόφιμα. Δυστυχώς, σε πολλές από τις πόλεις μας τα ανθυγιεινά τρόφιμα είναι πιο εύκολα διαθέσιμα ή φθηνότερα από ό,τι τα φρέσκα φρούτα ή λαχανικά. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Βλέπω με χαρά τους δήμους και τις περιφέρειές μας να κάνουν βήματα προς αυτήν την αλλαγή, γιατί δεν αποτελούν μόνο τον τόπο όπου ψωνίζουμε, τρώμε ή μετακινούμαστε. Αποτελούν ζωντανά οικονομικά και παραγωγικά κέντρα και έχουν πολλά να προσφέρουν και να συνεισφέρουν στην ευζωία και τη μακροημέρευση των πολιτών. Θα συνεχίσω να παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον το έργο της ΕτΠ όσον αφορά την προώθηση υγιεινότερων τρόπων ζωής και, ιδιαίτερα, τις πολιτικές για τον επισιτισμό και τη σπατάλη τροφίμων».
Η ΕτΠ –η συνέλευση των τοπικών και περιφερειακών αιρετών εκπροσώπων της ΕΕ– ζήτησε επίσης να προαχθεί και να υποστηριχθεί περαιτέρω η ανάπτυξη των γεωργικών εκμεταλλεύσεων μικρής κλίμακας, ιδίως εκείνων που βρίσκονται σε ευαίσθητες περιοχές και στα περίχωρα των πόλεων. Τόνισε την ανάγκη να συνεχιστεί η ανάπτυξη εναλλακτικών δικτύων τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων των λαϊκών αγορών, των τοπικών τροφίμων, των βιολογικών προϊόντων, όπου οι τοπικοί παραγωγοί προσφέρουν υγιεινά και υψηλής ποιότητας τρόφιμα απευθείας στους καταναλωτές σε λογικές τιμές. Υπογράμμισε δε ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση των συνολικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων των συστημάτων τροφίμων. Οι κατευθυντήριες γραμμές για τις οικολογικές δημόσιες συμβάσεις θα πρέπει να τροποποιηθούν με μέλημα την προώθηση των τοπικών τροφίμων και την υποστήριξη περισσότερων «αστικών πρωτοβουλιών».
Φωτογραφίες από την «Επίσκεψη στην καντίνα της Επιτροπής των Περιφερειών - Πολιτική βιώσιμων τροφίμων»
Περισσότερες πληροφορίες
Σήμερα, η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας γεωργικών προϊόντων σε όλο τον κόσμο και η γεωργία αποτελεί βασικό πυλώνα της οικονομίας της. Ο τομέας των γεωργικών ειδών διατροφής απασχολεί 47 εκατομμύρια άτομα σε 15 εκατομμύρια επιχειρήσεις, σε τομείς όπως η μεταποίηση τροφίμων, το λιανικό εμπόριο και οι υπηρεσίες, και συμβάλλει σε ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο ύψους 17,802 εκατ. ευρώ που αντιπροσωπεύει το 7,2% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της ΕΕ. Η γεωργική παραγωγή καλύπτει περίπου το ήμισυ του εδάφους της Ευρώπης και είναι ζωτικής σημασίας για την εγγύηση της ασφάλειας των τροφίμων. Εκτός από την παροχή τροφίμων, διαδραματίζει εξαιρετικά σημαντικό κοινωνικοοικονομικό ρόλο, ιδίως στις αγροτικές περιοχές, και έχει σημαντική πολιτισμική, ιστορική και κοινωνική αξία.
Ωστόσο, αυτό το μοντέλο εντατικής γεωργίας έχει βαρύ τίμημα. Η έκθεση της ΕΕ του 2015 για την κατάσταση του περιβάλλοντος κατέδειξε ότι η ευρωπαϊκή γεωργία είναι βασικός παράγοντας για την απώλεια βιοποικιλότητας, προκαλώντας υποβάθμιση του εδάφους, μόλυνση των υδάτων και μείωση του αριθμού των επικονιαστών. Η γεωργία έχει επίσης σημαντικές επιπτώσεις στο κλίμα, εφόσον είναι μια από τους σημαντικότερες πηγές εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, μέσω της απελευθέρωσης αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Ο τομέας των τροφίμων (συμπεριλαμβανομένης της πρωτογενούς παραγωγής) ευθύνεται για πάνω από το 25% του συνόλου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Με την αναμενόμενη αύξηση κατά 76% της παγκόσμιας κατανάλωσης κρέατος και ζωικών προϊόντων έως το 2050, η κατάσταση ενδέχεται να επιδεινωθεί. Η βιομηχανική γεωργία είναι επίσης μία από τις βασικές αιτίες για την απώλεια βιοποικιλότητας. Η βιοποικιλότητα πάσχει σε μεγάλο βαθμό λόγω της απώλειας άγριας πανίδας, αλλά και λόγω της εγκατάλειψης διαφόρων ειδών και της απώλειας γενετικής ποικιλότητας των ειδών. Η παραγωγή τροφίμων είναι υπεύθυνη για το 60% της απώλειας βιοποικιλότητας σε παγκόσμια κλίμακα.
Εκτός από τη διευθέτηση αυτού του αρνητικού αντικτύπου στο περιβάλλον, η παραγωγή τροφίμων θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που θέτει η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, ο οποίος έως το 2050 εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 9,7 δισεκατομμύρια, η μεταβολή των συνηθειών όσον αφορά την κατανάλωση τροφίμων και η αυξημένη αστικοποίηση.
Στοιχεία επικοινωνίας:
Wioletta Wojewódzka
Τηλ.: +32 (0)2 282 2289
wioletta.wojewodzka@cor.europa.eu